Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Κώστας Πλιάτσικας "Οι άνθρωποι της ζέστης"


   Τα Καλοκαίρια είχαν πάντα μια άλλη γοητεία μέσα του,οπωσδήποτε ερωτική, οπωσδήποτε νεανική με τα μάτια, τη σάρκα, την ηδονή να κυριαρχούν στα σημεία έναντι όλων των άλλων διεργασιών. 
Εκείνο το Καλοκαίρι ο Ίων ήταν μικρός. Μικρότατος, δεκαέξι ετών. Το μυαλό του φτερούγιζε, το σώμα του κεντούσε, το πρόσωπο του ροδοκοκκίνιζε, αραιά γένια φύτρωναν ακούρευτα σε ένα σπουδαίο πρόσωπο. Περπατούσε μέσα στη ζέστη του Αυγούστου, αρχές μάλιστα που ο ουρανός ήταν καταγάλανος κι ο ήλιος ο μεγαλύτερος βασιλιάς που υπήρξε ποτέ. Περπατούσε σε έναν κόσμο χαμηλό, γεμάτο βάτα, σκόνες, παχυλές γυναίκες, πρωτόγονους άντρες, ακαλλιέργητους. Έτρωγε ότι έβρισκε μπροστά του από βατόμουρα άγριόσυκα, γκόρτσα, άγρια απίδια δηλαδή, και τραγουδούσε από Ντύλαν μέχρι Μητροπάνο δυνατά στο καταμεσήμερο. Η Ντίνα ερχόταν από απέναντι. Κατάξανθη. Στις μεγάλες γάμπες της διαγράφονταν οι φωτεινές ξανθές τρίχες επειδή ο ήλιος είχε μαυρίσει πολύ ωραία το δέρμα της και ήταν πιο όμορφη ακόμα και από το Καλοκαίρι, ακόμα και από το πιο δροσερό νερό της όποιας πηγής. Συνομίληκοι ήταν σχεδόν ή λίγους μήνες μικρότερη του κι όταν συναντήθηκαν στην ανηφόρα του κάμπου, ο Ίων έκοψε το τραγούδι, του κόπηκε η ανάσα που την είδε τόσο κοντά του σαν θεά να τον κοιτάζει- ήταν πράγματι πολύ όμορφη. Βέβαια δεν είπαν τίποτε, εντάξει εκτός από τι κάνεις; Πόσα χρόνια έχω να σε δω; Λες και ήταν ή υπήρχαν πολλά χρόνια αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι. Δίπλα στην πηγή, κοίταξαν τα φυλλώματα του πλατάνου, κοίταξαν που κα κρυφτούν, χώθηκαν μέσα στο δάσος. Ξάπλωσαν καταμεσήμερο, ο ιδρώτας κυλούσε ανάμεσα στα κορμιά τους αλλά ποιος ενδιαφερόταν τότε για ζέστη; Ποιον ένοιαζε αν είχε σαράντα ή πενήντα βαθμούς; Το αίμα έκαιγε, το μουνί και ο πούτσος αγκαλιάζονταν, όλα τα άλλα είχαν ελάχιστη σημασία. Η Ντίνα ήταν παρθένα, έβγαλε λίγο αίμα, ο Ίων τα ήξερε αυτά, την καθησύχασε, μη φοβάσαι, της είπε. Η Ντίνα δε φοβόταν. Ήταν γυναίκα από τις λίγες. Τραγούδησαν μαζί πολλές φορές, ήταν φοβερή η Ντίνα, ένα μουσούδι ανθρώπινης επικοινωνίας. Η θάλασσα, ο χρόνος, έπαιρναν και έδιναν, η Ντίνα συνέχιζε να είναι όμορφη, χυμώδεις. Χμ, χυμώδεις! Μια λέξη που της ταίριαζε και ο Ίων δεν τις φοβόταν τις λέξεις, η Ντίνα όμως είχε άλλο δρόμο. Μόλις κατάλαβε τι της έκανε ο Ίων, πήγε την άλλη  μέρα και το έκανε με τον Νίκο, με τον Τάκη, με τον Βασίλη. Απλόχερη γυναίκα, ακάβλωτη παρά την ομορφιά της. Ο Ίων τη συνάντησε μια δυο φορές ακόμα, ποτέ δεν της είπε πως την αγαπούσε και τέτοιες τρίχες, ούτε εκείνη. Απλά την τελευταία φορά, πηδήχτηκαν στην αυλή του σπιτιού της παπαδιάς που ήταν κουφή, ξερή και σχεδόν άλαλη. Ο Ίων άγγιζε το μαύρο φόρεμα της παπαδιάς ενώ τον είχε μέσα στην αδιάφορη Ντίνα που ο κόσμος της ήταν άλλος από τον δικό του, το θέμα ήταν πως η Ντίνα, η όμορφη με τις γαλαζωτές τρίχες στη μασχάλη, εκείνο το Καλοκαίρι που οι σκόνες τύλιγαν τον κόσμο, που αν έριχνες μια μπουνιά στον ουρανό θα έλεγες πως θα τον νικήσεις, ήρθε ένα ανόητο τέλος που δε θα το άντεχε κανείς. Η Ντίνα πέθανε. Ο Ίων δεν ήξερε τι να κάνει. Καρδιακή ανεπάρκεια; Είπαν οι γιατροί. Ο Ίων δεν έμαθε ποτέ τίποτα παραπέρα, συνέχισε να ζει σε ένα Καλοκαίρι γεμάτο σκόνες, νεκρές πικροδάφνες και σχίνα να σέρνονται στους χωματόδρομους. Ο Ίων δεν ήξερε τότε ότι πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν νέοι, την ίδια στιγμή που οι άλλοι γεννιούνται, προσπαθούσε όμως να καταλάβει, να δει, γιατί άνθρωποι σαν την Ντίνα πεθαίνουν δεκαέξι χρονών. Δεν έχει σημασία τι πρόλαβαν να δουν;
Τα Καλοκαίρια ήταν η ανίδεη αλλά και η όμορφη πλευρά των ανθρώπων που η ευτυχία τους ήταν κρεμασμένη σε ένα αν, σε ένα γιατί, σε ένα ότι όλα κάποτε θα είναι ωραία, σε ένα πως διάβασα και Καζαντζάκη και Νίτσε, έλεγε μερικές φορές και η Ντίνα των δεκαέξι ετών που πρόλαβε να πηδηχτεί με το Ίων και μερικούς άλλους προτού παραδώσει το εφηβαίο της στον Βούδα, ή στον θεό της, που δεν πίστευε. Εύκολο δεν ήταν τίποτε.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Julianna Barwick NEPENTHE [ Κριτική του Κώστα Τσιαχρή]

    

   Νηπενθής σημαίνει αυτός που έχει απαλλαγεί ή που απαλλάσσει από το πένθος , αυτός που δεν αισθάνεται ή δεν προκαλεί πλέον λύπη . Η ρίζα της λέξης είναι ομηρική .Διαβάζουμε στην Οδύσσεια : αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον, / νηπενθές τ᾽ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων [ κάποιο βοτάνι επήρε κι έριξε μες στο κρασί που επίναν , ξαρρωστικό του πόνου , ανέχολο , λησμονικό της πίκρας ] . Το επίθετο Νηπενθής προσδιόριζε επίσης το Θεό Απόλλωνα , Θεό της μουσικής και του φωτός . Η λέξη χρησιμοποιήθηκε και στη νεότερη λογοτεχνία , τόσο την ελληνική [ Ο Καρυωτάκης έδωσε στη δεύτερη ποιητική του συλλογή τον τίτλο "Νηπενθή" ] όσο και την Ευρωπαϊκή [Edgar Allan Poe και Γάλλοι συμβολιστές ] .Την ίδια λέξη επιλέγει , και ασφαλώς καθόλου τυχαία , ως τίτλο για την καινούργια της δουλειά μία από τις σημαντικότερες παρουσίες στα δρώμενα της σύγχρονης εναλλακτικής μουσικής μετά το 2010 ,η Julianna Barwick από το Brooklyn της Νέας Υόρκης . Παραπέμποντας στον καθαρτήριο ρόλο της τέχνης , στην κατά Καβάφη ικανότητά της να κάνει έστω και για λίγο να μη νιώθονται οι  εσωτερικές πληγές , η μουσική αυτού του έργου δημιουργήθηκε  με  αφορμή το θάνατο ενός μέλους από την  οικογένεια  της συνθέτριας  .Τα τραγούδια γράφτηκαν , για να ξορκίσουν πρώτα απ' όλα τη λύπη μέσα από τη μνήμη της , για να λειτουργήσουν ως " νάρκης του άλγους δοκιμές" . Το παυσίλυπο ωστόσο έργο τους ,κι αυτό είναι το μυστικό της σπουδαίας τέχνης , διαπερνά  εξίσου   το μυαλό και την ψυχή του ακροατή . Ακούγοντας ξαφνικά αυτά τα εκστατικά Ωσαννά ,παρασύρεται από τη δύναμή τους κι απογειώνεται . Αφήνει από κάτω του φόβους και λύπες , κι ολοένα ανεβαίνει σε κάτι φωτεινό . Σα να βρίσκεται σε μια πορεία ανάβασης έξω από το Πλατωνικό σπήλαιο των ίσκιων προς τη ρίζα του φωτός . Σα να γδύνεται τον ίσκιο που κουβαλά   και να  παραδίδει το σώμα του στις αχτίδες .
       Η Julianna επέλεξε να ηχογραφήσει το Nepenthe στην Ισλανδία ,στη χώρα του πάγου και της φωτιάς , με τα σεληνιακά τοπία και τα δεκάδες ηφαίστεια ,επειδή ακριβώς ήθελε να μεταφέρει στα αυλάκια των τραγουδιών της το σπόρο της άγριας ομορφιάς που κρύβει αυτή η απομακρυσμένη γη . Κι ενώ συνήθιζε να ηχογραφεί τα τραγούδια της στην κρεβατοκάμαρά της ,έχοντας η ίδια την επιμέλεια της παραγωγής , αυτή τη φορά επιλέγει το studio στο οποίο ηχογραφούν οι Sigur Ros και στη θέση του παραγωγού τον Alex Sommers . Στο δίσκο συμμετέχουν το κουαρτέτο εγχόρδων από την Ισλανδία Amiina .o Robert Sturla Reynisson του πειραματικού ηλεκτρονικού συγκροτήματος Mum και μία χορωδία νεαρών κοριτσιών του Ρέικιαβικ , διευρύνοντας με αυτό τον τρόπο τις επιλογές της όσον αφορά την ενορχήστρωση των τραγουδιών ,η οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο στα πολλαπλά στρώματα της φωνής της και σε κυκλικά ηχητικά μοτίβα .Είναι λοιπόν επόμενο το στίγμα της ισλανδικής μουσικής παράδοσης των τελευταίων χρόνων να είναι εμφανές στο χτίσιμο του δίσκου .Για παράδειγμα οι θρηνώδεις αρμονίες του "Pyrrhic" και τα φωνητικά που μοιάζουν με εκσπερματώσεις θερμού νερού από τα σπλάχνα της γης παραπέμπουν κατευθείαν στον μαγικό κόσμο των Sigur Ros .
     Ο επισκέπτης αυτής της μουσικής ωστόσο   πρέπει να είναι προετοιμασμένος για μία διαφορετική ηχητική εμπειρία . Εδώ δεν υπάρχουν ρεφρέν , δεν υπάρχουν περάσματα , δεν υπάρχουν τυπικές μελωδίες ,δεν υπάρχουν στίχοι . Υπάρχει μόνο μια ιέρεια , μια γυναίκα -χορωδία που μέσα από το στόμα της σκορπίζει δεκάδες διαφορετικές φωνές ,μια παγανιστική τελετή στην οποία προσφέρεται ως θύμα στο Θεό της μουσικής ο πόνος ,ένα ελιξήριο που γιατρεύει τα φθαρμένα κύτταρα , ένα σύμπαν από ουράνιες μελωδίες στις οποίες υποκλίνονται ευλαβικά τα Χερουβείμ . Η Julianna Barwick δημιουργεί αυτό που θα ονομάζαμε "Φουτουριστική Κλασική Μουσική" και ως υλικά για τούτο το αποτέλεσμα χρησιμοποιεί την ambient , τη folk και τον πειραματισμό . Κι αν το 2011 είχε κεντρίσει την προσοχή μας με το εξαιρετικό "The magic place" ,με το " Nepenthe" έρχεται να εδραιώσει τη φήμη της ως μίας κορυφαίας καλλιτέχνιδας .

[To  Nepenthe κυκλοφορεί  στις  20  Αυγούστου  από την εταιρεία  Dead  Oceans ]
Κώστας  Τσιαχρής